- ευρυδίνης
- εὐριδίνης και εὐρυδίνας, ὁ (Α)αυτός που σχηματίζει μεγάλη δίνη, αυτός που ρέει με μεγάλες δίνες («παρ' εὐρυδίναν Ἀλφεόν», Βακχυλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + δίνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐρυδίνης — εὐρυδί̱νης , εὐρυδίνης wide eddying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
PYRAMUS — I. PYRAMUS Graece πυραμοῦς, placentae genus, victoribus olim dari solitum, Artemidorus, l. 1. c. 74. Non tamen omnibus, sed tantum iis, qui in potatoria palaestrâ reliquos in somniâ vicissent. Aristophanis Scholia Equitibus, ὁ διαγρυπνήσας μέχρι… … Hofmann J. Lexicon universale
δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… … Dictionary of Greek
εὐρυδίναν — εὐρυδί̱νᾱν , εὐρυδίνης wide eddying masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)